Όταν οι Αθηναίοι έπιναν αντί για καφέ, ρεβίθι !
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Το τονωτικό και με το μαγικό του άρωμα ρόφημα του καφέ, είναι σύμφυτο με την κοινωνική εκπόρευση της λατρεμένης μας Αθήνας. Αποτέλεσε το κοινό σημείο αναφοράς, για τους απλούς και λαϊκούς ανθρώπους της πόλης – που με παραστατική ενάργεια τους βλέπαμε στις ταινίες του ασπρόμαυρου, δίπλα στην αξέχαστη κουτσομπόλα Γεωργία Βασιλειάδου, να πίνουν τον καφέ τους στα ταπεινά σπίτια των γειτονιών της Αθήνας και να σχολιάζουν τα «άπλυτα» της γειτονιάς, όπως και στα φιλόξενα και ζεστά καφενεία των συνοικιών- όσο και για τους αστούς της παλιάς και μεταπολεμικής Αθήνας, που μέσα από το πλούσιο και ηδύ άρωμα του καφέ, έβρισκαν την ευκαιρία στου «Ζαχαράτου», στου «Αντωνιάδη», στου «Λουμίδη» στο «Βυζάντιο, στου «Φλόκα», στου «Zonar’s», στο «Brazilian» και αλλού, να συζητήσουν για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, τα διεθνή θέματα της χώρας, αλλά και για τα «μυστικά» των μεγάλων κυριών της Αθήνας. Για να έλθουμε στις πρόσφατες σχετικά μέρες μας, όπου και πάλι το μαγικό άρωμα του καφέ, έδινε το έναυσμα, στο «Φίλιον», στου «Λέντζου, στο «Da Capo», στο «Select», και σε άλλα εξαιρετικά στέκια, για συζητήσεις, κοινωνικά σχόλια, ερωτικές αναζητήσεις και τα κλασικά και πάντα σε ημερήσια διάταξη, πολιτικά.
Σε αυτή την πολύπλαγκτη και πολύχρωμη γευστικά διαδρομή του, ο αγαπημένος μας καφές, εξελίχτηκε γευστικά, στις τεχνικές παρασκευής του, στα συνοδευτι-κά του στοιχεία – όπως σαντιγί, κανέλλα, σοκολάτα, αλλά και διάφορες άλλες πρωτότυπες κρέμες - και συμβάδιζε πάντα με τις καινοτόμες τάσεις της κοινωνίας, στην καθημερινή της ζωή. Έτσι και σε αυτή την μακρόχρονη πολλών δεκαετιών πορεία, περάσαμε από τους ιστορικούς και απλούς καφέδες των παραδοσιακών μας καφενείων, που έφτιαχνε ο «ταμπής» του καφενείου (παρασκευαστής καφέδων), μέχρι τους «σύνθετους» σημερινούς, με τις κρέμες και τα καρυκεύματα, που είναι πολλές φορές αληθινό «γεύμα» ! Οι παραδοσιακοί μας καφέδες ήταν για την ιστορία, στο μικρό κλασικό λευκό φλιτζανάκι που όλοι μας γνωρίσαμε οι εξής: «σκέτος» (ένα φλιτζανάκι μικρό νερό και μια κουταλιά του γλυκού καφέ), «μέτριος» (ένα φλιτζανάκι μικρό νερό, μια κουταλιά του γλυκού καφέ και μισή κουταλιά ζάχαρη), «γλυκύς βραστός» ο κλασσικός ελληνικός καφές (ένα φλιτζανάκι μικρό νερό, με μια κουταλιά του γλυκού καφέ και μια ζάχαρη), «βαρύς γλυκός» ή «πολλά βαρύς» ή «βαρύς γλυκός και όχι», αυτός ο καφές ήταν ο «γλυκύς βραστός», αλλά με μια άλλη version σερβιρίσματος από το μπρίκι, που δημιουργούσε λείο καϊμάκι, πηχτό, χωρίς φυσαλίδες, για αυτό και το επίθετο «βαρύς». Έπρεπε έτσι ο «ταμπής», αφού ψηθεί ο καφές και άρχιζε να φουσκώνει στο μπρίκι, να τον ρίξει από χαμηλά στο φλιτζανάκι, ώστε να μην «σπάσει» το καϊμάκι του. Επίσης κείνα τα χρόνια υπήρχαν δυο είδη από τα γνωστά μας χαρακτηριστικά φλιτζανάκια ,που αναφέραμε πιο πάνω. Το «ψιλό» με τα λεπτά τοιχώματα και το «χοντρό» με τα πυκνά, που διατηρούσε έτσι την θερμοκρασία του καφέ περισσότερη ώρα υψηλή – ζεστή. Εξού και οι αντίστοιχες ονομασίες, «έναν μέτριο στο ψιλό» ή έναν βαρύ στο χοντρό». Για να φτιαχτεί σωστά ο ελληνικός καφές, έπρεπε να βράσει αρκετή ώρα, ώστε να χυλώσει και τότε μόνον γίνονταν καφές, άλλως ήταν όπως έλεγαν οι θεριακλήδες του ελληνικού, «νερομπούρμπουλο». Για τούτο και οι πιο παραδοσιακοί, τον έψηναν σε σιγανή φωτιά στη «χόβολη» - καιόμενη από κάτω άμμος - με υπομονή, τέχνη και μεράκι. Μάλιστα ο ταμπής, ανακάτευε σιγά-σιγά με το αναδευτήρι (το χαρακτηριστικό μακρυλαίμικο χάλκινο εξάρτημα, που η απόληξή του, ήταν δυο κλειστά καμπύλα τόξα μεταξύ τους τεμνόμενα και θύμιζε μήτρα δεσπότη) ή χτυπούσε σιγά – σιγά το μπρίκι που έβραζε στη φωτιά, στον πάτο. Έβρισκε βλέπεις και κείνα τα «πρωτόγονα» χρόνια, ο απλός ελληνικός καφές τον τρόπο, μέσα από αρκετούς συνδυασμούς, χαρμανιού, φλιτζανιού και σερβιρίσματος, να ποικίλει στην υφή, το ελαφρύ ή το βαρύ άρωμα και την θερμοκρασία, για να «εξιτάρει» τους λάτρεις του και να τους ταξιδεύει στα ονειρικά λιμάνια της γεύσης του! Για να έλθουμε και στις σημερινές ποικίλες μέθοδες παρασκευής του καφέ, ήτοι «φραπέ», «νες», «γαλλικός» - που μεσουράνησαν τις δεκαετίες ’70 και ΄80 – και «cappuc-cino», «fredo», «fredoccino» και άλλες πολυποίκιλες παραλλαγές τους, που ακολούθησαν με υψηλότερη ένταση και αποδοχή από τους λάτρεις του καφέ, μετέπειτα.
Αξίζει όμως στην πολύχρωμη ιστορία του αγαπημένου μας καφέ, να κάνουμε μια στάση, στα δίσεκτα χρόνια της γερμανικής κατοχής 1941-44, που η έλλειψή του ήταν οδυνηρά αισθητή. Ήταν τότε που τα καράβια με το μαγικό ρόφημα δεν έρχονταν από την Βραζιλία στον Πειραιά και η έλλειψη του «καφέ της παρηγοριάς», στους σκλαβωμένους Αθηναίους, ήταν θαρρείς μια δεύτερη σκλαβιά. Ορισμένοι τότε πονηροί σκέφτηκαν το εξής ευρηματι-κό. Καβούρδιζαν ρεβίθια, τα άλεθαν στον κλασικό μύλο και μετά τα πωλούσαν για καφέ, γεμίζοντας έτσι τις τσέπες τους και μέσα από την έλλειψη με χρήμα ! Κάποιοι εξ αυτών πιο έντιμοι, το έλεγαν στα ίσια στους «πελάτες» κείνης της πικρής εποχής, πως το χαρμάνι ήταν από ρεβίθι και όχι καφές, που πλέον γνώριζαν τι είχαν να πιούν. Αλλά κατά πώς φαίνεται, η πατέντα με το ρεβίθι – νοθεία του καφέ, μάλλον δεν ήταν εφεύρημα της περιόδου της γερμανικής κατοχής. Από την δεκαετία του 1930, θρυλείται πως κάποιοι πονηράκηδες έκαναν το κόλπο με το ρεβίθι, γεμίζοντας με αμφιβολία τους θεριακλήδες αθηναίους του καφέ, για το τι πίνουν. Μέσα από ένα ιστορικό ανέκδοτο στο οποίο πρωταγωνιστεί η μητέρα της μεγάλης μας ηθοποιού Κοτοπούλη, αναφαίνεται ότι η «κλοπή» με το ρεβίθι, είχε ξεκινήσει από τα χρόνια του μεσοπολέμου. Καταγράφεται ιστορικά λοιπόν, ότι γύρω στα 1930, η μητέρα Κοτοπούλη είχε πάει με ορισμένες φίλες της, για έναν καφέ αναψυχής, σε ένα από τα κεντρικά τότε καφεζαχαροπλαστεία της Αθήνας. Το γκαρσόνι της απευθύνθηκε : «Θα πάρετε κ-α Κοτοπούλη καφέ;» Και η κ-α Κοτοπούλη, με χιούμορ και ευρηματικό τρόπο, απάντησε : «Σας ευχαριστώ, αλλά δεν μου αρέσουν τα όσπρια» !!! στο εμβρόντητο γκαρ-σόνι … Που καταδεικνύει, ότι οι «μυημένοι» Αθηναίοι γνώριζαν το μυστικό …
Αυτή είναι εν σπέρματι, η ιστορία του αγαπημένου μας καφέ, στην διαχρονία της αθηναϊκής κοινωνίας, που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, είτε παραδοσιακός – «γλυκύς βραστός» - είτε σύγχρονος «capuccino», είτε νοθευμένος στην γερμανική κατοχή και τον μεσοπόλεμο – καβουρδισμένο «ρεβίθι», συντρόφευε τις αθηναίες και τους αθηναίους, στους χαρμόσυνους, περιπάτους, τις βόλτες τους και τα κοινωνικά «φτερουγίσματά» τους και τους γέμιζε την ψυχή, με ηθικήν ανάταση και το πλούσιο και μαγευτικό άρωμά του !
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων