Ερέχθειον (421-415 και 409/8 π.Χ.)
Το Ερέχθειον έχει χαρακτηρισθεί ως το κομψότερο και συνάμα το πιο ιδιόρρυθμο κτίριο της αθηναϊκής Ακροπόλεως. Στη θέση του μάλλον υπήρχε παλαιότερος, μικρών διαστάσεων ναός (της Αθηνάς;) του 8ου αι. π.Χ. Μολονότι από πολύ νωρίς το κτίσμα συνδέθηκε με τον Εριχθόνιο, του οποίου ο μυθικός Ερεχθεύς ίσως να αποτελεί απλή προσωποποίηση, ο όρος «Ερέχθειον» (= οίκος του Ερεχθέως) είναι αρκετά ύστερος. Αρχικά απεκαλείτο ναός ή σηκός ή ιερόν του Ερεχθέως, αλλά η πιο συχνή ονομασία του ήταν «αρχαίος νεώς» ή «ο νεώς ο εν τη πόλει εν ώ το αρχαίον άγαλμα».
Κατά μία άποψη, οι απαρχές του κλασσικού Ερεχθείου πρέπει να αναχθούν στα χρόνια του Περικλέους και η κατασκευή του να αποδοθεί στον Μνησικλή, όμως ως επικρατέστερη χρονολογία κατασκευής του θεωρείται η περίοδος της Νικίειου Ειρήνης (421-415 π.Χ.). Βέβαιο είναι ότι οι εργασίες διακόπηκαν για ένα διάστημα εξαιτίας της καταστροφής των αθηναϊκών δυνάμεων στη Σικελία το 413 π.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα επαναλήφθηκαν το 409/8 π.Χ. από τον Φιλοκλή, έπειτα από τις νέες νικηφόρες επιχειρήσεις του Αλκιβιάδους το 410 π.Χ. Το 406/5 π.Χ. θα πρέπει να υπήρχε ακόμα πλάι του ο «αρχαίος νεώς» της Αθηνάς, ο οποίος έκρυβε ένα μέρος της νότιας πρόσοψης του Ερεχθείου. Πότε ακριβώς ‘‘απαλλάχθηκε’’ το Ερέχθειο από την ‘‘ενοχλητική’’ παρουσία του δεν ξέρουμε, εντούτοις η άποψη ότι ο «αρχαίος νεώς» επέζησε μέχρι τα χρόνια του Παυσανίου (2ος αι. μ.Χ.) δεν είναι διόλου πειστική. Το Ερέχθειο αφιερώθηκε στην Αθηνά και στον Ποσειδώνα («θεοί σύνναοι»), ο οποίος εν μέρει ταυτιζόταν με τον Ερεχθέα, και ήταν το ιερότερο οικοδόμημα της Ακροπόλεως.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ασυνήθιστη διάρθρωση του κτιρίου, που είναι όμως εξηγήσιμη αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες που την υπαγόρευαν. Αφενός η ανωμαλία του εδάφους καθιστούσε απαραίτητη την ανάπτυξη του χώρου σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Αφετέρου, η ανάγκη να συμπεριληφθούν στο νέο κτίσμα όσο το δυνατόν περισσότερα από τα «αρχαία σημεία»-σύμβολα που συνδέονταν με τις παλαιότερες λατρείες και τον προγενέστερο ναό καθώς και ο κατ’ ουσίαν μυστηριακός χαρακτήρας των λατρευτικών πράξεων που τελούνταν εκεί επέβαλλαν αρχιτεκτονική διαμόρφωση διαφορετική από τα καθιερωμένα πρότυπα.
Δομικά το Ερέχθειον αποτελείται από δύο τμήματα (ανατολικό και δυτικό). Μία εξάστυλη ιωνική στοά παρείχε είσοδο στο μονόχωρο ανατολικό τμήμα, που ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά. Εκεί φυλασσόταν το πανάρχαιο – όρθιο ή καθιστό – λατρευτικό ξόανο της θεάς («άγιον βρέτας»/«έδος»/«είδωλον»/«ξόανον»/«διιπετές» = εξ’ ουρανού), κατασκευασμένο μάλλον από ξύλο και πιθανώτατα πρωτόγονης μορφής, στο οποίο απευθυνόταν η λατρεία και το οποίο έντυναν με τον πέπλο κατά την εορτή των Παναθηναίων. Μπροστά από το άγαλμα έκαιγε «χρυσή λυχνία» (λυχνάρι), έργο του Καλλιμάχου (5ος αι. π.Χ.), και πάνω από αυτήν βρισκόταν χάλκινος φοίνιξ. Εκατέρωθεν της εισόδου βρίσκονταν δύο παράθυρα, ενώ η οροφή ήταν ξύλινη και διακοσμημένη με φατνώματα. Η μορφή του εσωτερικού της ανατολικής αίθουσας δεν μπορεί να προσδιορισθεί με σαφήνεια, δεδομένου ότι ο χώρος υπέστη μετατροπές στα μεσαιωνικά χρόνια.
Το δυτικό τμήμα βρισκόταν 3μ. χαμηλότερα του ανατολικού και ήταν μικρότερο από εκείνο. Εσωτερικά διακρινόταν σε δύο μέρη, τον δίχωρο σηκό, αφιερωμένο στη λατρεία του Ηφαίστου και του Βούτου (επωνύμου ήρωος του γένους των Ετεοβουταδών), και τον πρόδομο με τρεις εισόδους (από βορρά, δύση και νότο), όπου λατρευόταν ο Ποσειδών-Ερεχθεύς. Τη βόρεια είσοδο στέγαζε μεγαλοπρεπές πρόπυλο από 6 ιωνικούς κίονες σε διάταξη Π, ενώ την οροφή στόλιζαν μαρμάρινα φατνώματα. Στην αριστερή πλευρά του δαπέδου, πριν από τη μεγάλη θύρα, βρισκόταν ο βωμός του Διός Υπάτου (είχε σχηματιστεί από τα λιωμένα υλικά των θυσιών) και στον παρακείμενο βράχο υπήρχαν τα σημάδια που είχε αφήσει η τρίαινα του Ποσειδώνος κατά τη φιλονικία του με την Αθηνά ή το σημάδι του κεραυνού, με τον οποίο ο Ζεύς σκότωσε τον Ερεχθέα. Στο ίδιο σημείο τοποθετείτο και ο τάφος του Ερεχθέως. Μαρμαροστρωμένη αυλή και κλίμακα στα ανατολικά του βορείου προπύλου χρησίμευε για τη μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο. Εντός του προδόμου υπήρχε η «Ερεχθηίς θάλασσα», το φρέαρ του αλμυρού νερού που ανέβλυσε όταν ο Ποσειδών χτύπησε το βράχο με την τρίαινά του, ενώ το νοτιοδυτικό άκρο του έκλεινε πρόσταση σχήματος Π με μορφές γυναικών (Κόρες ή Καρυάτιδες) εν είδει κιόνων, την οροφή της οποίας κοσμούσαν εσωτερικά φατνώματα. Στη δυτική πλευρά του ποδίου της πρόστασης μικρό άνοιγμα οδηγούσε κάτω στον τάφο του Κέκροπος, έναν απλό τύμβο σε κάποια γωνία του παλαιού μυκηναϊκού ανακτόρου. Στον ημιυπαίθριο προαύλιο χώρο εμπρός από την δυτική πρόσοψη, ο οποίος προϋπήρχε του Ερεχθείου ως τέμενος προς τιμήν της Πανδρόσου, φυλασσόταν η ιερή ελιά της Αθηνάς, ενθύμιο του μυθικού αγώνα της θεάς εναντίον του Ποσειδώνος. Στον σηκό συναντούσε κανείς ζωγραφικές παραστάσεις με θρησκευτική θεματολογία και μαρμάρινους θρόνους που προορίζονταν για τους ιερείς του Ηφαίστου και του Βούτου· εδώ ή στο σηκό του ανατολικού τμήματος κατοικούσε και ο «οικουρός όφις» της Αθηνάς, στον οποίο απευθύνονταν πλωθώρα προσφορών. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν οι εγκάρσιοι τοίχοι που σημειώνονται στο εσωτερικό του δυτικού τμήματος υφίσταντο εξαρχής ή προστέθηκαν αργότερα (κάποιοι τους αποδίδουν σε επισκευή του 377/6 π.Χ.)· στην αρχική φάση του κτιρίου υπήρχαν στον βόρειο και στο νότιο τοίχο από πέντε ανοίγματα, που προφανώς σχετίζονταν με τις πέντε θεότητες που λατρεύονταν στο Ερέχθειον. Τέλος, ο δυτικός τοίχος «προς το Πανδροσείω» είχε διώροφη πρόσοψη και σχημάτιζε στο πάνω μέρος του ένα είδος στοάς.
Αξιοσημείωτος είναι και ο γλυπτός διάκοσμος του Ερεχθείου. Τον νότιο τοίχο διέτρεχε κατά μήκος «επικρανίτις ζώνη» με ανάγλυφα ανθέμια και άνθη. Η ζωφόρος, που κοσμούσε μονάχα την ανατολική πλευρά, περιλάμβανε όχι ανάγλυφες αλλά ανεξάρτητες (ολόγλυφες) γλυπτές μορφές, σμιλευμένες ξεχωριστά σε λευκό μάρμαρο, οι οποίες τοποθετήθηκαν επί σκούρου ελευσινιακού μαρμάρου. Η αναγνώριση του περιεχομένου των παραστάσεων της είναι αδύνατη εξαιτίας των εκτεταμένων καταστροφών που έχει υποστεί. Πιθανόν είναι να παρίστανε θέματα σχετικά με τις πολλές λατρείες του χώρου είτε μύθους σχετιζόμενους με τους παλαιούς-μυθικούς βασιλείς της Αθήνας (Κέκρωψ, Ερεχθεύς, κ.ά.). Άγνωστη παραμένει και η θεματολογία των τριών αετωμάτων που κοσμούσαν την ανατολική και δυτική πλευρά του κυρίως κτιρίου και τη βόρεια πρόσταση. Η σίμη του Ερεχθείου ήταν διακοσμημένη με λεοντοκεφαλές και ανθεμωτά ακροκέραμα, ενώ στην ανατολική και δυτική πλευρά του κτιρίου τις οροφές ομόρφαιναν ξύλινα επίχρυσα φατνώματα με φυτικά μοτίβα.
Τον 1ο μ.Χ. προκλήθηκαν σοβαρές βλάβες στο Ερέχθειον (στο δυτικό τμήμα και στο βόρειο πρόπυλο) από πυρκαγιά, που ίσως να οφειλόταν στη χρήση φλογοβόλων από τους Ρωμαίους του Σύλλα (86 π.Χ.). Στην εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου (α΄ ήμισυ 1ου αι. μ.Χ.) το κτίριο επισκευάσθηκε μερικώς. Την παλαιοχριστιανική περίοδο μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτωρος, με αποτέλεσμα να προστεθεί αψίδα στον ανατολικό πρόδομο και να αλλοιωθεί η κάτοψή του εκ θεμελίων προκειμένου να διαιρεθεί σε τρία κλίτη. Στην Φραγκοκρατία χρησιμοποιήθηκε ως τόπος διαμονής (παλάτι) των δουκών της Αθήνας, ενώ στους χρόνους της Τουρκοκρατίας στέγασε το χαρέμι του Τούρκου φρουράρχου των Αθηνών και έπεσε θύμα διαρπαγής του λόρδου Έλγιν, ο οποίος αφαίρεσε μία Καρυάτιδα τοποθετώντας στη θέση της ογκώδη πεσσό. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης τουρκική οβίδα γκρέμισε τμήμα του νοτίου τοίχου, θάβοντας στα ερείπια τον αγωνιστή Γκούρα και την οικογένειά του. Έπειτα από την ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους, το 1845, άρχισαν οι πρώτες αναστηλωτικές εργασίες, που συνεχίστηκαν και εξελίχθηκαν σταδιακά μέχρι τις μέρες μας.
(http://www.eie.gr/