Η αποπεράτωση του Παρθενώνα το 432 π.Χ. και η διακοπή σχεδόν ταυτόχρονα των εργασιών στα Προπύλαια λίγο πριν την ολοκλήρωσή τους, την οποία επέβαλε πιθανότατα η έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (βλ. κεφ. 5, ενότητα 5.2.1), δεν έβαλε οριστικά τέλος στην ανοικοδόμηση των ιερών της αθηναϊκής Ακρόπολης που είχε προγραμματίσει ο Περικλής, την καθυστέρησε όμως αρκετά. Οι εργασίες ξανάρχισαν στα χρόνια της ειρήνης του Νικία (421-415 π.Χ.), όταν οι εχθροπραξίες σταμάτησαν προσωρινά. Τότε χτίστηκε επάνω σε έναν πύργο που δεσπόζει στη νότια πλευρά της δυτικής εισόδου της Ακρόπολης, δίπλα στα Προπύλαια, ο ναός της Αθηνάς Νίκης (εικ. 213). Το άγαλμα της Αθηνάς Νίκης είχε αρχαΐζουσα τεχνοτροπία, όπως φαίνεται από απεικονίσεις του σε ανάγλυφα. Ο Παυσανίας ονομάζει τη θεά Άπτερο Νίκη, επειδή δεν είχε φτερά, αντίθετα με τη θεά Νίκη που εικονίζεται πάντα φτερωτή. Ο πύργος ήταν χώρος λατρείας ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, όπως δείχνει η παρουσία στην κορυφή του βωμού αναθημάτων (που ήταν κυρίως πήλινα ειδώλια) ήδη από τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια. Αργότερα (άγνωστο αν στα υστεροαρχαϊκά χρόνια ή μετά τους Περσικούς Πολέμους) χτίστηκε ένας πολύ μικρός πώρινος ναός.
Στο πλαίσιο του νέου σχεδιασμού της μνημειακής δυτικής εισόδου της Ακρόπολης είχε προβλεφθεί και η αναδιαμόρφωση του ιερού της Αθηνάς Νίκης στην κορυφή του πύργου. Από μια επιγραφή μαθαίνουμε ότι η αρχιτεκτονική μελέτη και ο σχεδιασμός του ναού ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Καλλικράτη, που είχε συνεργαστεί με τον Ικτίνο για την κατασκευή του Παρθενώνα. Είναι πιθανό ότι το σχέδιο εκπονήθηκε ταυτόχρονα με εκείνο των Προπυλαίων, αλλά η εκτέλεσή του αναβλήθηκε όταν άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Ο μικρών διαστάσεων ναός (8,27 m x 5,64 m) είναι αμφιπρόστυλος ιωνικού ρυθμού με τέσσερις μονολιθικούς κίονες σε καθεμία από τις στενές πλευρές, την ανατολική και τη δυτική (εικ. 214). Στον θριγκό, επάνω από το ιωνικό επιστύλιο με τις τρεις ταινίες, υπάρχει μια ζωφόρος (μεγάλο μέρος της βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο) που εικονίζει στην ανατολική πλευρά μια συγκέντρωση των θεών του Ολύμπου και στις τρεις άλλες μάχες Ελλήνων εναντίον Περσών και Ελλήνων εναντίον Ελλήνων. Είναι σαφές ότι οι Αθηναίοι θέλησαν να απαθανατίσουν εδώ τα πολεμικά κατορθώματα που δόξασαν την πόλη τους στο πρόσφατο παρελθόν, δηλαδή τους Περσικούς Πολέμους και τις νίκες τους εναντίον των Πελοποννησίων και των Βοιωτών. Στο ανατολικό αέτωμα εικονιζόταν η Γιγαντομαχία, όπως συμπέρανε ο Γιώργος Δεσπίνης από τις λίγες μορφές που σώζονται αποσπασματικά. Από την παράσταση του δυτικού αετώματος δεν σώζεται τίποτε, είναι όμως λογικό να υποθέσουμε ότι εικόνιζε την αττική Αμαζονομαχία, γιατί, σύμφωνα με τον μύθο, οι Αμαζόνες επιτέθηκαν στην Ακρόπολη ακριβώς από αυτή την πλευρά. Στις τρεις απότομες πλευρές του πύργου τοποθετήθηκε για την προστασία των επισκεπτών ένα συνεχές μαρμάρινο θωρακείο (παραπέτο) με σιδερένια κιγκλιδώματα (εικ. 214). Η εξωτερική πλευρά του θωρακείου διακοσμήθηκε με ανάγλυφες παραστάσεις φτερωτών Νικών, που στολίζουν τρόπαια και θυσιάζουν ταύρους στην Αθηνά (εικ. 215). Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού της Αθηνάς Νίκης και το θωρακείου του πύργου μπορεί να χρονολογηθεί, όπως και ο ίδιος ο ναός, στη σύντομη περίοδο της ειρήνης του Νικία (421-415 π.Χ.) και είναι από τα ωραιότερα παραδείγματα του «πλούσιου ρυθμού» στη γλυπτική.
Το τελευταίο οικοδόμημα που κατασκευάστηκε στην Ακρόπολη τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν το λεγόμενο Ερέχθειο (εικ. 216), ένα σύνθετο κτίσμα σε μικρή απόσταση βόρεια του Παρθενώνα, στο οποίο υπήρχαν βωμοί αφιερωμένοι στον Ποσειδώνα, τον Ήφαιστο καθώς και σε δύο τοπικούς ήρωες της Αθήνας, τον Ερεχθέα και τον Βούτη· εκεί τοποθετήθηκε και το αρχαίο άγαλμα της Αθηνάς, που βρισκόταν αρχικά στον αρχαίο ναό της θεάς, του οποίου τα θεμέλια είναι ακόμη ορατά ανάμεσα στον Παρθενώνα και το Ερέχθειο. Ο ναός αυτός είχε επισκευαστεί πρόχειρα μετά την καταστροφή του από τους Πέρσες το 480 π.Χ. για να στεγάσει τα ιερότερα αρχαία κειμήλια των Αθηναίων. Το Ερέχθειο είναι ένα μακρόστενο ορθογώνιο κτήριο που χωρίζεται από ένα εγκάρσιο θεμέλιο σε δύο τμήματα, το ανατολικό και το δυτικό· η ασυνήθιστη κάτοψή του οφείλεται στο γεγονός ότι στέγαζε διάφορα ιερά, το καθένα από τα οποία είχε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Το ανατολικό τμήμα έχει τη μορφή πρόστυλου εξάστυλου ιωνικού ναού και η είσοδός του είναι στα ανατολικά· το δυτικό τμήμα είναι θεμελιωμένο σε χαμηλότερο επίπεδο και η είσοδός του βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία. Στο σημείο αυτό υπάρχει ένα προστώο με 4 x 2 ιωνικούς κίονες, το οποίο εξέχει από το δυτικό μέτωπό του. Στη δυτική πλευρά τέσσερις ιωνικοί ημικίονες που πατούν σε τοίχο ορίζουν πέντε μεγάλα παράθυρα. Στο δυτικό άκρο της νότιας πλευράς υπάρχει ένα δεύτερο προστώο, χωρίς πρόσβαση στο εσωτερικό και με χαμηλότερη οροφή, την οποία στηρίζουν αντί για κίονες έξι καρυάτιδες, δηλαδή αγάλματα κορών με κάλαθο στο κεφάλι. Τέτοια αγάλματα συναντήσαμε ήδη στην αρχαϊκή εποχή, στην πρόσοψη του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς. Το προστώο όριζε πιθανότατα τη θέση του τάφου του Κέκροπα, του πρώτου βασιλιά της Αττικής, που κατά τον μύθο ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι. Οι καρυάτιδες, που φορούν πέπλο και κρατούν φιάλη στο δεξί χέρι (εικ. 217), ερμηνεύθηκαν πειστικά από τον Andreas Scholl ως χοηφόροι, δηλαδή γυναίκες που έρχονται να προσφέρουν χοές στον νεκρό, να χύσουν δηλαδή υγρές προσφορές (κυρίως κρασί) στον τάφο του. Επάνω από την ανατολική και τη δυτική πλευρά, καθώς και επάνω από το προστώο της βόρειας εισόδου, υπάρχει, εκτός από το ιωνικό επιστύλιο, και ζωφόρος από σκούρο ελευσινιακό μάρμαρο, στην οποία στερεώνονταν μορφές από πεντελικό μάρμαρο. Αν και σώζονται αρκετές από τις μορφές της ζωφόρου, τα θέματα των παραστάσεων παραμένουν άγνωστα.
Το Ερέχθειο, όπως και ο ναός της Αθηνάς Νίκης, άρχισε να χτίζεται στα χρόνια της ειρήνης του Νικία (421-415 π.Χ.), αλλά οι εργασίες για την κατασκευή του διακόπηκαν λίγο πριν από την τοποθέτηση της στέγης εξαιτίας της καταστροφικής για τους Αθηναίους εκστρατείας στη Σικελία και της πολιτικής αναταραχής που ακολούθησε (415-410 π.Χ.). Από μια σειρά επιγραφών μαθαίνουμε ότι το κτήριο ολοκληρώθηκε στα χρόνια 409-405 π.Χ. Παρά τις ιδιομορφίες του και την εντελώς ασυνήθιστη κάτοψή του το Ερέχθειο είναι ένα από τα κομψότερα ιωνικά κτίσματα που μας σώζονται από την Αρχαιότητα. Από τον γλυπτό διάκοσμο ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι καρυάτιδες, οι οποίες, με τις δεξιοτεχνικά δουλεμένες πτυχώσεις των ενδυμάτων τους (εικ. 217), αποτελούν όμορφα παραδείγματα του «πλούσιου ρυθμού»· απόδειξη της σημασίας που τους απέδιδαν σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας είναι ότι στα ρωμαϊκά χρόνια αντίγραφά τους τοποθετήθηκαν στο Forum του Αυγούστου στη Ρώμη και στη βίλα του Αδριανού στα Τίβουρα (Tivoli).
Μέσα στο Ερέχθειο, κοντά στο αρχαίο άγαλμα της Αθηνάς, βρισκόταν ένας θαυμαστός χρυσός λύχνος που έκαιγε συνεχώς, έργο του Καλλιμάχου, γνωστού για την πρωτοτυπία και την εφευρετικότητά του σε τεχνικά θέματα. Τον λύχνο μάς τον περιγράφει ο περιηγητής Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 1.26.67):
«Ο Καλλίμαχος έκαμε έναν χρυσό λύχνο για τη θεά· τον λύχνο αυτόν τον γεμίζουν με λάδι για το χρονικό διάστημα ως την ίδια μέρα του επόμενου έτους και το λάδι είναι επαρκές για να μένει αναμμένος κατά τον ίδιο τρόπο ο λύχνος μέρα και νύχτα στο χρονικό αυτό διάστημα. Η θρυαλλίδα του είναι από καρπάσιο λινάρι [αμίαντο], που είναι το μόνο από τα λινάρια που αντέχει στη φωτιά. Ένας χάλκινος φοίνικας πάνω από τον λύχνο, που φτάνει ως την οροφή, βγάζει επάνω τον καπνό. Ο Καλλίμαχος που έκαμε τον λύχνο δεν ήταν μεταξύ των πρώτων στην πλαστική τέχνη, ήταν όμως ο καλύτερος απ᾽ όλους στην εφευρετικότητα: αυτός επινόησε πρώτος τρόπο να τρυπάει την πέτρα και βρήκε τον όροκατατηξίτεχνος (διυλιστής της τέχνης) ή άλλοι τον βρήκαν και αυτός τον οικειοποιήθηκε.» (Μτφρ. Ν. Παπαχατζή)
Τον λύχνο της Αθηνάς στο Ερέχθειο δεν πρέπει να τον φανταστούμε σαν ένα κοινό λυχνάρι μνημειακών διαστάσεων, αλλά σαν ένα ειδικό τελετουργικό αντικείμενο που η μορφή και η λειτουργία του υπαγορεύονταν από μια παμπάλαια θρησκευτική παράδοση. Η επιτυχία του Καλλιμάχου ήταν πιθανότατα ότι κατόρθωσε να δώσει νέα και, όπως φαίνεται, εντυπωσιακή μορφή σε ένα αντικείμενο που συνδεόταν από παλιά με τη λατρεία της θεάς.
_____________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου